- ακεστής
- ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς*) (AM)1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2)2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα«ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες].
Dictionary of Greek. 2013.